- ζωόνυχον
- ζωόνῠχον, τό, a name of the plant λεοντοπόδιον, Ps.-Dsc.4.133.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωόνυχον — ζῳόνυχον, τό (Α) το ποώδες φυτό λεοντοπόδιο(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *ζωόνυχος (< ζω(ο) [II]* + όνυξ, γεν. όνυχος). Το φυτό οφείλει την ονομασία του προφανώς στο σχήμα του (πρβλ. και την άλλη του ονομασία… … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
λεοντοπόδιο — το (Α λεοντοπόδιον) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων πολυετών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και που γνωστότερο είδος του είναι το άλπειο λεοντοπόδιο, κν. έντελβαϊς αρχ. το φυτό ζωόνυχον*. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek